- ευμάρεια
- η богатство; благосостояние, зажиточность, состоятельность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐμαρείᾳ — εὐμαρείᾱͅ , εὐμάρεια fem dat sg (attic doric aeolic) εὐμαρείᾱͅ , εὐμάρεια fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμάρεια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμάρεια — η (Α εὐμάρεια και εὐμαρία) [ευμαρής] νεοελλ. αφθονία υλικών μέσων, ευπορία, άνετη ζωή, υλική ευημερία αρχ. 1. ευχέρεια, ευκολία στο να κάνει κάποιος κάτι («ἐζήτησε... τόκοισιν εὐμάρειαν», Ευρ.) 2. ευκολία στην κίνηση, ευκινησία, δεξιότητα,… … Dictionary of Greek
ευμάρεια — η αφθονία υλικών αγαθών, οικονομική άνεση, πλούτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐμαρείας — εὐμαρείᾱς , εὐμάρεια fem acc pl εὐμαρείᾱς , εὐμάρεια fem gen sg (attic doric aeolic) εὐμαρείᾱς , εὐμάρεια fem acc pl (ionic) εὐμαρείᾱς , εὐμάρεια fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμάρει' — εὐμάρεια , εὐμάρεια fem nom/voc sg εὐμάρειαι , εὐμάρεια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμαρείῃ — εὐμάρεια fem dat sg (epic ionic) εὐμάρεια fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμαρείην — εὐμάρεια fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμάρειαι — εὐμάρεια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμάρειαν — εὐμάρεια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek